Ἀριμασπούς

Ἀριμασπούς
Ἀριμασποί
one-eyed
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκυθιστί — Α επίρρ. 1. κατά τον τρόπο τών Σκυθών («Σκυθιστὶ χειρόμακτρον ἐκκεκαρμένος», Σοφ.) 2. στη σκυθική γλώσσα («καὶ ὀνομάζομεν αὐτοὺς σκυθιστὶ Ἀριμασπούς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυθίζω + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. λατινισ τί)] …   Dictionary of Greek

  • Αριστέας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Επικός ποιητής (6ος αι. π.Χ.). Ήταν ιερέας του Απόλλωνα και θαυματοποιός από την Προκόννησο. Σε αυτόν αποδίδονται τα Αριμάσπεια έπη, ένα φανταστικό ταξιδιωτικό μυθιστόρημα σε 1.000 εξάμετρους στίχους, από το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”